Απόψεις και εμπειρίες νηπιαγωγών γενικής εκπαίδευσης σχετικά με τη διάγνωση της «Διαταραχής» Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας μέσα στην τάξη
Τα ποσοστά των διαγνώσεων Δ.Ε.Π.Υ. έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, ενώ παράλληλα τα αίτια και ο τρόπος αντιμετώπισης της διαταραχής δεν έχουν εντοπιστεί ακόμα με ακρίβεια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το επιστημονικό ενδιαφέρον ψυχιατρικής, ψυχολογίας, κοινωνιολογίας και εκπαίδευσης να αυξάνεται συνεχώς. Η παρούσα εργασία εστιάζει στην οπτική της εκπαίδευσης και πιο συγκεκριμένα στην περίπλοκη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ εκπαίδευσης και Δ.Ε.Π.Υ. όπως αυτή αναδεικνύεται στη βιβλιογραφία. Από τη μελέτη της βιβλιογραφίας αναδύεται ακόμα ένας νέος ρόλος των εκπαιδευτικών: ο ρόλος του εκπαιδευτικού που κάνει τη διάγνωση της διαταραχής. Στην έρευνα που πραγματοποιείται αναζητούνται οι αντιλήψεις των νηπιαγωγών σχετικά με τη Δ.Ε.Π.Υ.: πώς την ορίζουν, πώς την εντοπίζουν, πώς παραπέμπουν για τη λήψη την επίσημης διάγνωσης και τί σημαίνει η Δ.Ε.Π.Υ. για τους μαθητές, τις οικογένειες τους και την εκπαιδευτική τους πορεία. Για την σχετική διερεύνηση πραγματοποιήθηκαν ημι-δομημένες συνεντεύξεις με 7 νηπιαγωγούς γενικής εκπαίδευσης, οι οποίες αναλύθηκαν με ανάλυση περιεχομένου. Ειδικότερα, η ανάλυση των απόψεων των εκπαιδευτικών που καταγράφηκαν κατά κύριο λόγο βασίστηκε θεωρητικά στην σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην εξουσία και τη γνώση και στο πώς κατασκευάζονται κοινωνικά οι έννοιες του κανονικού και του παθολογικού. Τα κεντρικά συμπεράσματα ανέδειξαν το ιατρικό μοντέλο για τη Δ.Ε.Π.Υ. ως κυρίαρχο με την υπερκινητικότητα και την έλλειψη προσοχής να αναδεικνύονται ως κυρίαρχα συμπτώματα της παθολογίας σκιαγραφώντας ταυτόχρονα στον αντίποδα το φυσιολογικό μαθητή που δεν ενοχλεί. Η Δ.Ε.Π.Υ. ως παθολογία θεωρείται αρνητικό χαρακτηριστικό, σημαίνει χαμηλές προσδοκίες για σχολική επιτυχία και για την όποια βελτίωση απαιτεί ειδική εκπαιδευτική στήριξη. Είναι λογικό ως εκ τούτου σύμφωνα με τις νηπιαγωγούς η διάγνωσή της να βιώνεται από τις οικογένειες ως προσωπική τραγωδία. Η γενική εκπαίδευση, από την άλλη πλευρά, εμφανίζεται να μεταθέτει τις ευθύνες εκπαίδευσης αυτών των μαθητών στην ειδική αγωγή και να αγνοεί τις δυσλειτουργίες των εκπαιδευτικών διαδικασιών που συγκρούονται με τις εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών αυτών.