Η πρόσληψη της παιδαγωγικής Freinet στο σύγχρονο ελληνικό πλαίσιο.
Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να μελετήσει την πρόσληψη της παιδαγωγικής Freinet στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία. Ειδικότερα, μελετάει τους πολλαπλούς παράγοντες και παραμέτρους που επηρεάζουν αυτή την παιδαγωγική πρωτοβουλία, τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού θεσμικού πλαισίου, τους περιορισμούς και τις δυνατότητές του αλλά και τις πρακτικές εφαρμογές στις σχολικές τάξεις όπως παρουσιάζονται στη δράση της παιδαγωγικής ομάδας «Σκασιαρχείο» και στις συνεντεύξεις οκτώ εκπαιδευτικών που αξιοποιούν την παιδαγωγική Freinet. Η έρευνα δεν περιορίζεται σε παιδαγωγικά χαρακτηριστικά και αμιγώς παιδαγωγικές προσεγγίσεις, αλλά αξιοποιεί τα κοινωνιολογικά θεωρητικά εργαλεία των Foucault και Bernstein τα οποία αποτελούν το ερμηνευτικό πρίσμα της έρευνας. Ειδικότερα, αξιοποιείται το έργο του Foucault για να αναλυθούν ζητήματα εξουσίας και πειθάρχησης αλλά και η θεωρία των παιδαγωγικών κωδίκων του Bernstein. Το δείγμα της έρευνας αποτελείται από οκτώ ενεργούς εκπαιδευτικούς δημόσιων σχολείων της Αθήνας, οι οποίοι/ες συμμετέχουν στην παιδαγωγική ομάδα «Σκασιαρχείο» και εφαρμόζουν τις αρχές και τεχνικές Freinet. Πραγματοποιήθηκαν ημιδομημένες συνεντεύξεις και ποιοτική ανάλυση των δεδομένων. Η συμμετοχική παρατήρηση στην παιδαγωγική ομάδα «Σκασιαρχείο» που πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα συνέβαλε στην δημιουργία ενός καλύτερου ερμηνευτικού πλαισίου. Η ανάλυση των δεδομένων χωρίζεται σε τέσσερις άξονες και αφορούν την αναπλαισίωση της παιδαγωγικής θεωρίας του Freinet στο σύγχρονο ελληνικό εκπαιδευτικό και κοινωνικό πλαίσιο, στις τεχνικές που εφαρμόζουν οι εκπαιδευτικοί και στον τρόπο με τον οποίο διαφοροποιούνται ή όχι από παραδοσιακές πρακτικές, στη δομή και την ποιότητα των σχέσεων που διαμορφώνονται ανάμεσα στους/στις συμμετέχοντες/ουσες στην εκπαιδευτική διαδικασία και, τέλος, στα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της παιδαγωγικής του Freinet. Συνοπτικά, τα συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι στις τάξεις Freinet, έτσι όπως αυτές περιγράφονται από τα ερευνητικά υποκείμενα, φαίνεται να υπάρχει μια μεταβολή στις δομές αυθεντίας και εξουσίας καθώς οι ρόλοι των εκπαιδευτικών και των μαθητών/τριών προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά διαφορετικά από τα παραδοσιακά. Η ισότιμη και ενεργός συμμετοχή όλων στις αποφάσεις, η συνεργασία, το ευέλικτο πλαίσιο της παιδαγωγικής πράξης συντελούν σε μια συγκρότηση υποκειμένου με άλλους όρους από τους παραδοσιακούς. Ωστόσο, η παιδαγωγική Freinet φαίνεται να έχει αναπροσαρμοστεί στα σύγχρονα ελληνικά δεδομένα προκειμένου να ανταποκριθεί με επιτυχία στις ιδιαίτερες- και πολύ διαφορετικές από την εποχή του Freinet- κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Παρατηρείται, επίσης, μια μίξη της παιδαγωγικής Freinet με την παραδοσιακή διδασκαλία, καθώς στοιχεία της μιας συνυπάρχουν και αναδιαμορφώνονται με στοιχεία της άλλης. Τέλος, η κοινωνικοπολιτική στόχευση των ερευνητικών υποκειμένων φαίνεται να είναι ξεκάθαρη και να αποσκοπεί στον κοινωνικό μετασχηματισμό, ειδικά σε μια περίοδο κοινωνικά και πολιτικά τεταμένη όπως αυτή που διανύουμε.