Ιστορίες Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δημοκρατίας και Ιθαγένειας: Το παράδειγμα των μεταναστών/προσφύγων στην Ελλάδα της «Κρίσης»
Θεματικό άξονα της παρούσας εργασίας αποτελεί η διερεύνηση -με εστίαση στην περίπτωση της Ελλάδας- ενός σύγχρονου κοινωνικού φαινομένου πρωτόγνωρης δυναμικής και έντασης, της «παράνομης» μετανάστευσης αθρόων πληθυσμών από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου στην Ευρώπη, το οποίο συνιστά παράγωγο της «νέας τάξης πραγμάτων» σε συνθήκες ύστερης νεωτερικότητας και υπό την καταλυτική δυναμική της παγκοσμιοποίησης, υπό την έννοια της «νέας» και «αδυσώπητης» πραγματικότητας των ημερών μας .
Η μετανάστευση και η προσφυγικότητα αναγνωρίζονται διεθνώς σε επίπεδο θεωρητικό ως κοινωνικά φαινόμενα με ιστορικότητα και δυναμική, τα οποία συνιστούν φυσιολογική κατάσταση της ανθρώπινης υπόστασης και αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορικής εμπειρίας και του πολιτισμού των λαών σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης . Σ’ αυτό το πλαίσιο, η σημερινή μαζική ροή προσφύγων και μεταναστών προς τον ευρωπαϊκό χώρο, δεν αποτελεί παρέκκλιση και ιστορικο-κοινωνική ανωμαλία με αποκλειστικά αρνητικές επιπτώσεις για τις χώρες υποδοχής τους. Η θεωρητική αυτή παραδοχή, επιβεβαιωμένη από πλήθος ερευνών διαφορετικών επιστημονικών πεδίων και αναγνωρισμένη επίσημα από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) , συνιστά τον θεωρητικό άξονα στον οποίο αρθρώνεται το παρόν πόνημα και την κατευθυντήρια αρχή για τη διερεύνηση των μορφών που παίρνει στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές ευρωπαϊκές κοινωνίες καθώς και των πολιτικών/πρακτικών που επιστρατεύουν αυτές για τη διαχείρισή του.
Η οπτική υπό την οποία προσεγγίζεται το συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο, είναι αυτή του καθεστώτος «παράνομης» διαμονής που βιώνουν τα μεταναστευτικά και προσφυγικά υποκείμενα στη χώρα υποδοχής και της καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων την οποία υφίστανται στην εδαφική επικράτεια ενός «κράτους-φρούριου» -μετεξέλιξης του «κράτους-πρόνοιας»- με κυρίαρχα χαρακτηριστικά του την αύξηση του κοινωνικού αποκλεισμού και του κοινωνικού ελέγχου, την καταστολή και τη στρατιωτικοποίηση στο εσωτερικό του . Σ’ αυτό το πλαίσιο, επιδιώκεται και επιχειρείται η διερεύνηση του καίριου διεθνούς μεταναστευτικού φαινομένου από «μέσα» και «από κάτω», μια «ημική» προσέγγιση . Απώτερος σκοπός της εργασίας, να αναδείξει πίσω από την «επίσημη» όψη του την ανεπίσημη και υποστασιωμένη στο πρόσωπο των «παράνομων» μεταναστών και προσφύγων, οι οποίοι ενσαρκώνουν τη ριζική κρίση της έννοιας «των ιερών και αναπαλλοτρίωτων», λεγόμενων, «δικαιωμάτων του Ανθρώπου», που, υποχωρώντας προς όφελος αυτών του πολίτη της Ε.Ε., τους αφήνουν έκθετους και παντελώς απροστάτευτους μπροστά σε κάθε είδους εκμετάλλευση στον αγώνα τους για μια δικαιότερη ζωή , αν όχι γι’ αυτή την ίδια τη ζωή τους .
Yπ’ αυτή την άποψη, η εργασία εντάσσεται στο σύγχρονο πεδίο έρευνας του προσφυγικού ζητήματος, το οποίο επικεντρώνει σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως πανανθρώπινων αξιών που διαπερνούν πολιτισμούς, εποχές, ιδεολογίες, πολιτικά και κοινωνικά συστήματα και αναφέρονται σ’ όλους τους ανθρώπους απανταχού της γης, χωρίς ιστορικούς ή άλλους προσδιορισμούς . Κατά συνέπεια, αντιμετωπίζεται κριτικά η εργαλειακή διάσταση που τους προσέδωσε το νεωτερικό εθνικό κράτος προσβλέποντας στη διαμόρφωσή του και τη νομιμοποίηση της ελέω Θεού βασιλικής κυριαρχίας, προκειμένου να αυτοδικαιωθεί, να καταστεί βιώσιμο και αποτελεσματικό και να διαιωνισθεί .
Στη βάση αυτής της οπτικής, επιλέχθηκε να αναπλαστεί το μείζον κοινωνικό φαινόμενο της «εξόδου» των «απόβλητων» της μετανεωτερικότητας προς τη Δύση , το οποίο θέτει υπό αμφισβήτηση την έννοια του σύγχρονου κράτους, του βασισμένου στις «κατασκευές» της εδαφικής κυριαρχίας (ιθαγένεια, υπηκοότητα, εθνική κοινότητα, ανθρώπινα δικαιώματα, πολιτογράφηση), μέσα από τις προσωπικές μαρτυρίες «παράνομων» μεταναστών/προσφύγων. Ενός μικρού δείγματος, συγκεκριμένα, των «νέων παριών» του παγκοσμιοποιημένου μας κόσμου , που βιώνουν στις ευρωπαϊκές χώρες υποδοχής μια αντικειμενική κοινωνική κατάσταση η οποία συνδυάζει τον αποκλεισμό ή την κοινωνική περιθωριοποίηση με την περιφρόνηση, την απόρριψη ή το όνειδος που αυτά συνεπάγονται .
Η συγκεκριμένη επιλογή, εκτός του ότι απαντά σε προσωπικά ενδιαφέροντα, υπακούει σε επιστημονικούς λόγους, που έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι οι προσωπικές καταθέσεις και οι υποκειμενικές «αλήθειες» όσον αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα, τα νοήματα που τα δρώντα πρόσωπα προσλαμβάνουν και αποδίδουν στις πράξεις τους δημιουργώντας πραγματικότητες, δεν προσελκύουν το ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον στην ελληνική βιβλιογραφία. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι ο σύγχρονος θεωρητικός προβληματισμός στον χώρο των Κοινωνικών Επιστημών έχει αποδείξει τη σημασία των «προφορικών ιστοριών» για τη σκιαγράφηση του κλίματος μιας δοσμένης ιστορικο-κοινωνικής συγκυρίας και την ολιστική αναπαράσταση μιας κοινωνικής πραγματικότητας μέσα από την πολλαπλότητα των προσωπικών οπτικών πρόσληψής της από τα δρώντα υποκείμενα .
Υπό αυτή την άποψη, δίνοντας φωνή στους μετανάστες-πρόσφυγες του ερευνητικού δείγματος για να διηγηθούν τις «ιστορίες» τους, επιδιώκεται η υποστασιοποίηση των απρόσωπων μαζών που εκπροσωπούν και η ανάδειξη των βιωματικών όψεων της καθημερινής τους ζωής, όπως την προσλαμβάνουν ως ξεχωριστές οντότητες στη βάση της ατομικότητας και της μοναδικότητάς του ο καθένας. Η εμβάθυνση στην ψυχολογική και την κοινωνικο-πολιτική τους κατάσταση και η διερεύνηση των «μικροϊστορικών» συμβάντων της ζωής τους, θα επιτρέψει την ανάπλαση των περιπετειών του συλλογικού μεταναστευτικού και προσφυγικού υποκειμένου με την αναγωγή του προσωπικά «ελάσσονος» και μεμονωμένου στο «μεγάλο» και συλλογικό . Θα δοθεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η δυνατότητα να αναπαρασταθεί το προσφυγικό ζήτημα στη σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης -ως «πύλης εισόδου παράνομων μεταναστών στην Ευρώπη» – και να σκιαγραφηθεί το «πρόσωπο» που επιδεικνύει αυτή στα κύματα των «ναυαγίων της πλανητικής παλίρροιας των ανθρώπινων απορριμμάτων» , τόσο σε επίπεδο δομών, θεσμών και πρακτικών διαχείρισης της μεταναστευτικής ροής όσο και ιδεών και νοοτροπιών.
Ο απώτερος σκοπός της συγγραφής είναι διττός: αφενός, να συνεισφέρει στην αμφισβήτηση παγιωμένων αντιλήψεων και προκαταλήψεων, που στο πλαίσιο μιας εθνοκεντρικής ή ευρωκεντρικής προσέγγισης και υπό το κράτος του φοβικού συνδρόμου του «ξένου», αντιμετωπίζουν τους «παράνομους» μετανάστες/πρόσφυγες ως δυνάμει επικίνδυνους για τη διάβρωση των «υγιών, εν τάξει και ασφαλεία» δυτικών κοινωνιών. αφετέρου, να συμβάλει στην ανάπτυξη της προβληματικής για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης μέσα στην οικονομική κρίση στο πλαίσιο μιας πολιτικής διαχείρισής της, θεμελιωμένης στην αρχή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του σεβασμού της εθνοπολιτισμικής ετερότητας.
Η εργασία δομείται σε δύο μέρη, το θεωρητικό και το ερευνητικό, καθένα από τα οποία απαρτίζεται από δύο κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο του θεωρητικού μέρους, πραγματεύεται γενικά τη θέση των «παράνομων» μεταναστών και προσφύγων σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε καθεστώς οικονομικής παγκοσμιοποίησης και παγκοσμιοποιημένης οικονομικής κρίσης. Το δεύτερο, εξειδικεύει στην προσφυγική κρίση που βιώνει η Ελλάδα μέσα στην οικονομική κρίση η οποία τη μαστίζει τα τελευταία χρόνια επικεντρώνοντας αφενός, στις πολιτικές και πρακτικές τις οποίες χρησιμοποιεί η κρατική εξουσία -συμβατές με τις γενικότερες ευρωπαϊκές- για τη «διαχείριση της αταξίας» που προκαλεί η σαρωτική εισροή παράτυπων μεταναστών και προσφύγων από χώρες του Τρίτου Κόσμου στη χώρα και αφετέρου, στις συνέπειες που αυτές επιφέρουν στη ζωή, την ψυχολογική κατάσταση και την κοινωνικο-πολιτική «υπόσταση» αυτών των «απόβλητων της κοινωνίας».
Το ερευνητικό κομμάτι της εργασίας εκτείνεται, επίσης, σε δύο κεφάλαια, τα οποία αποτυπώνουν την εξέλιξη της έρευνας κατά στάδια, το στάδιο του σχεδιασμού και αυτό της εκτέλεσής της. Στο πρώτο κεφάλαιο, προτάσσεται η διατύπωση του ερευνητικού προβλήματος, των ερευνητικών υποθέσεων και των στόχων, οριοθετείται το ερευνητικό πεδίο, καταρτίζεται το σχέδιο έρευνας, ορίζεται η μεθοδολογική προσέγγιση και τα μεθοδολογικά εργαλεία και προσδιορίζονται τα υποκείμενα της έρευνας. Το δεύτερο, καλύπτεται από την αποτύπωση των ερευνητικών αποτελεσμάτων, τον σχολιασμό και τη συζήτηση πάνω σ’ αυτά, στο πλαίσιο της οποίας θίγονται προβλήματα και δυσκολίες που προέκυψαν κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της έρευνας, και τη συναγωγή συμπερασμάτων, τα οποία κατατίθενται ανοιχτά σε διάλογο, αμφισβήτηση ή επιβεβαίωση